Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελάττωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάττωση η [elátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελαττώνω· μείωση: ~ ποσότητας. ~ εξόδων / εσόδων.

[λόγ. < αρχ. ἐλάττω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go