Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκρήγνυμαι [ekríγnime] Ρ αόρ. εξερράγην, απαρέμφ. εκραγεί : (λόγ.) 1α. για ουσίες που παθαίνουν έκρηξη: H πυρίτιδα, ανάλογα με τις συνθήκες ανάφλεξής της, εκρήγνυται ή εκπυρσοκροτεί. β. θραύομαι, κομματιάζομαι, επειδή εκρήγνυται η ουσία την οποία περιέχω· σκάζω: Εξερράγη οβίδα / βλήμα. Εξερράγησαν δύο αυτοσχέδιες βόμβες. Εξερράγη φιάλη υγραερίου. || παθαίνω έκρηξη εξαιτίας εσωτερικής δύναμης, πίεσης: Εξερράγη λέβητας / ατμολέβητας / θερμοσίφωνας. 2. (μτφ.) ξεσπώ. α. για γεγονός, φαινόμενο κτλ. που συμβαίνει ξαφνικά: Εξερράγη πυρκαγιά. Εξερράγη πόλεμος / κίνημα / επανάσταση. β. (για άνθρ.) εκδηλώνω συναίσθημα θυμού, οργής κτλ., με τρόπο βίαιο και απότομο: Mε πρόσωπο κόκκινο από θυμό, έτοιμος να εκραγεί.
[λόγ. < αρχ. ἐκρήγνυμαι παθ. του ἐκρήγνυμι `σπάω σε κομμάτια΄ κατά τη σημ. της λ. έκρηξη]