Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκπτωτος -η -ο [ékptotos] Ε5 : α.για ηγεμόνες, αρχηγούς κρατών κτλ. που έχουν εκπέσει από το αξίωμά τους, που χάνουν το αξίωμά τους: ~ μονάρχης. H έκπτωτη βασιλική οικογένεια. || (εκκλ. δίκαιο) αφαίρεση διοικητικής εξουσίας ως ποινή. || (στρατ.) στέρηση βαθμού και παρασήμων από αξιωματικό που καταδικάστηκε. β. (νομ.) για φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει εκπέσει, έχει αποξενωθεί από δικαίωμά του.
[λόγ. < ελνστ. ἔκπτωτος `πεσμένος, εξορισμένος΄ κατά τη σημ. της λ. έκπτωσηα]



