Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εικοσιδύο
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εικοσιδύο, αριθμητ.· εικοσιδυό· ’κοσιδυό.
  • Εικοσιδύο:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19725).

[μτγν. αριθμητ. εικοσιδύω (ή δύο). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go