Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εικοσιδύο, αριθμητ.· εικοσιδυό· ’κοσιδυό.
-
- Εικοσιδύο:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19725).
[μτγν. αριθμητ. εικοσιδύω (ή ‑δύο). Η λ. και σήμ.]
- Εικοσιδύο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. αριθμητ. εικοσιδύω (ή ‑δύο). Η λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |