Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ειδικεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ειδικεύω [iδikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εκπαιδεύω κπ. για να γίνει ειδικός σε ορισμένο τομέα επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος. 2. (παθ.) α. γίνομαι ειδικός, αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Ειδικεύτηκε στη χειρουργική. || Ειδικευόμενος γιατρός, που εκπαιδεύεται για να αποκτήσει ορισμένη ειδικότητα. β. είμαι ειδικός, ασκώ ειδικό κλάδο επιστήμης, επαγγέλματος.

[λόγ. ειδικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. spécialiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go