Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εγκολπώνομαι [eŋgolpónome] Ρ1β : (λόγ.) αποδέχομαι μια ιδέα, μια άπο ψη κτλ. με προθυμία και ευχαρίστως· ενστερνίζομαι, υιοθετώ, ασπάζομαι: Εγκολπώθηκε τις νεωτεριστικές ιδέες.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκολπ(οῦμαι) -ώνομαι `τυλίγω στο χιτώνα μου΄ σημδ. γαλλ. embrasser]



