Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- είθισται [íθiste] Ρ (απρόσ.) : (λόγ.) επικρατεί η συνήθεια, συνηθίζεται: Στις επίσημες επισκέψεις αρχηγού κράτους ~ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υποδέχεται ο ίδιος τον επισκέπτη. || (έκφρ.) ως ~, όπως είναι η συνήθεια.
[λόγ. γ' εν. παθ. πρκ. του αρχ. ρ. εἰθίζω ποιητ. του ἐθίζω]



