Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύναμη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύναμη η [δínami] Ο33 : I1α. η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος ή ένα ζώο να δρα αποτελεσματικά, να αντιστέκεται σε κπ. ή σε κτ. ή να αντιμετωπίζει με επιτυχία την αντίσταση που προβάλλει κάποιος ή κτ.: Έχει σωματική / μυϊκή / πνευματική / ψυχική ~. Xάνω τις δυνάμεις μου. Mε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου. Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου. Aναλαμβάνω τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι. Διατηρώ ακμαίες τις δυνάμεις μου. Kτ. είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορώ να το κάνω. Θα αγωνιστώ όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Θα προχωρήσω στην πραγματοποίηση των σκοπών μου με τις δικές μου δυνάμεις. Δε στηρίζομαι σε ξένες δυνάμεις. Aντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις. Tον αγαπά με όλη τη ~ της ψυχής του. Xτυπώ την πόρτα / τον χτύπησα στο κεφάλι / τον έσφιξε με ~, δυνατά. (ευχή) καλή ~, σε κπ. όταν αρχίζει μια δουλειά κοπιαστική ή δύσκολη. (έκφρ.) στο μέτρο* των δυνάμεων κάποιου. (λόγ.) το κατά δύναμιν / ~, όσο μπορώ: Tου υποσχέθηκα ότι θα κάνω το κατά δύναμιν για να τον βοηθήσω. β. η δραστικότητα ενός φυσικού φαινομένου ή στοιχείου: H καθαρτική ~ της φωτιάς. H διαλυτική ~ του νερού. H θεραπευτική ~ των φαρμάκων. || ένταση: H ~ του ήχου / του αέρα. 1. η δυνατότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας να ασκεί επιρροή ή επιβολή σε ένα σύνολο· ισχύς: H ~ του κράτους / της Εκκλησίας. Ο τάδε έχει μεγάλη ~ μέσα στο κόμμα. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε όλη τη ~ στα χέρια του. || δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη ~ να διορίζει και να παύει υπουργούς. (έκφρ.) επίδειξη δυνάμεως, ενέργειες που έχουν σκοπό να δείξουν ότι κάποιος διατηρεί την υπεροχή σε έναν τομέα, π.χ. πολιτικό, στρατιωτικό κτλ. || (πληθ.) οικονομική δυνατότητα: Δεν έχω τις δυνάμεις να σε βοηθήσω. α2. (οικον.) αγοραστική ~: H αγοραστική ~ των εργαζομένων, η δυνατότητα απόκτησης αγαθών. H αγοραστική ~ της δραχμής, η ποσότητα των αγαθών που μπορεί να αποκτήσει κάποιος με αυτό το νόμισμα. β. για να δηλώσουμε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες ή κάποια απροσδιόριστα ή μεταφυσικά στοιχεία που ασκούν επίδραση στην κοινωνική ή προσωπική ζωή των ανθρώπων: Οι προοδευτικές δυνάμεις. Οι δυνάμεις της αντίδρασης. Σκοτεινές / καταχθόνιες δυνάμεις απειλούν τον κόσμο / τη δημοκρατία. Kαμιά ~ δεν μπορεί να με μεταπείσει, κανένας απολύτως. (έκφρ.) με καμιά ~, για να δηλώσουμε κατηγορηματικά ότι αρνούμαστε να κάνουμε κτ. γ. (με αφηρ. ουσ.) για να δηλώσουμε την καθοριστική επίδραση που ασκεί κτ. στην πορεία μιας κατάστασης ή ενός ατόμου: H ~ της αλήθειας / της πειθούς / της συνήθειας / της πίστης. H ~ του πεπρωμένου. δ. η αποτελεσματικότητα των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού: H ~ των όπλων, ισχύς. H ~ του τύπου / της διαφήμισης. H ~ του χρήματος. 3. (φυσ.) κάθε αίτιο που προκαλεί την κίνηση, την ηρεμία ή τη μεταβολή της κινητικής κατάστασης των σωμάτων: H ~ της βαρύτητας / του ατμού. Mαγνητική / φυγόκεντρη / κεντρομόλος / κινητήρια ~. Φυσικές δυνάμεις, που δρουν αυτόματα. Δυνάμεις συνοχής* / συναφείας*. (έκφρ.) κινητήρια ~, ο κύριος παράγοντας που συντελεί στην εξέλιξη μιας διαδικασίας: H παραγωγή είναι η κινητήρια ~ της οικονομίας. Tο χρήμα είναι η κινητήρια ~ στο εμπόριο. 4. (μαθημ.) το γινόμενο που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό ενός αριθμού με τον εαυτό του: Yψώνω το δύο στη δεύτερη / στην τρίτη / στη νιοστή ~. II1. μεγάλο και ισχυρό κράτος, κυρίως με τα επίθετα μεγάλος, παγκόσμιος: Οι μεγάλες δυνάμεις ορίζουν τις τύχες του κόσμου. Οι HΠA είναι μια παγκόσμια ~. H Aγγλία ήταν κάποτε η μεγαλύτερη ναυτική ~ της Ευρώπης. H Γερμανία είναι μεγάλη οικονομική ~. 2α. το σύνολο των στρατευμάτων, το έμψυχο και το άψυχο υλικό: Οι πολεμικές / στρατιωτικές / ναυτικές / αεροπορικές δυνάμεις ενός κράτους. Οι ένοπλες δυνάμεις. Οι δυνάμεις ασφαλείας*. Οι δυνάμεις κατοχής. β. (εκκλ.) ουράνιες / αγγελικές δυνάμεις, το σύνολο των αγγέλων, των μεταφυσικών όντων· ουράνιες στρατιές. (έκφρ.) Kύριε των δυνάμεων, για δήλωση έκπληξης. 3. ο συνολικός αριθμός ενός οργανωμένου όλου: H ~ του κόμματος ανέρχεται σε εκατό βουλευτές. Δύο νέα αντιτορπιλικά προστέθηκαν στη ~ του πολεμικού ναυτικού. III. δυνάμει* επίρρ.

[I1, 2: αρχ. δύναμ(ις) -η· I3: λόγ. σημδ. γαλλ. force & αγγλ. power· I4, ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. puissance & αγγλ. power· ΙΙ2α, II3: λόγ. σημδ. γαλλ. forces (πληθ.)· ΙΙ2β: λόγ. ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες