Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσπραγία η [δisprajía] Ο25 : δυσκολία στην αντιμετώπιση των οικονομικών κυρίως προβλημάτων: Οικονομική ~. H έλλειψη πιστώσεων αποτελεί τη μόνιμη αιτία δυσπραγίας στον τομέα της παιδείας.
[λόγ. < αρχ. δυσπραγία `κακή τύχη΄]



