Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δράσσω ‑ττω· αδράχνω· δράζω· δράκτω· δράχνω· δράχω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Πιάνω βίαια κάπ. ή κ., κρατώ, αρπάζω:
- Από το χέρι δράσσει την, εις το κελίν την φέρνει (Καλλίμ. 1113).
- 2)
- α) (Προκ. για άνθρωπο) συλλαμβάνω:
- ήτον η εννοία του Νίκολη να τον δράξει, να τον σκοτώσει τον ρήγαν (Βουστρ. M 14710)·
- β) (προκ. για πόλη, κάστρα) καταλαμβάνω, κυριεύω:
- (Διήγ. Βελ. χ 204).
- α) (Προκ. για άνθρωπο) συλλαμβάνω:
- 3) Φρ. δράσσω λόγια, βλ. λόγος Φρ. 11.
- 1) Πιάνω βίαια κάπ. ή κ., κρατώ, αρπάζω:
- Β´ (Αμτβ.) τρέχω:
- Ω νιότη, όνταν σε θυμηθώ πως μέλλει να σε χάσω, δράσσω … να σε πιάσω (Ch. pop. 478).
[μτγν. δράσσω. Ο τ. αδράχνω και σήμ. Η λ. και οι τ. δράζω (μέσ. ήδη τον 4. αι.) και δράχνω και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Μτβ.