Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διακομίζω [δiakomízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) μεταφέρω κπ. που δεν μπορεί ή που δεν πρέπει να μετακινηθεί μόνος του: Ο ασθενής διακομίστηκε με φορείο στο νοσοκομείο.
[λόγ. < αρχ. διακομίζω `μεταφέρω΄]
- διακομιστής ο.
-
- Αυτός που μεταφέρει μια επιστολή:
- η σπάνις των διακομιστών είναι … αίτιον της σιωπής (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 19410).
[<αόρ. του διακομίζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 4. αι.]
- Αυτός που μεταφέρει μια επιστολή:
- διακομματικός -ή -ό [δiakomatikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με δύο ή περισσότερα κόμματα, που γίνεται από μέλη τους ή στο οποίο συμμετέχουν μέλη τους: Διακομματικές επαφές / συσκέψεις. H διακομματική επιτροπή της βουλής. Συνεργασίες διακομματικού χαρακτήρα. Πρέπει να ακολουθήσουμε διακομματική πολιτική σε θέματα παιδείας και άμυνας, που να έχει τη συναίνεση όλων ή των περισσότερων κομμάτων.
διακομματικά ΕΠIΡΡ: Tα κρίσιμα ζητήματα πρέπει να λύνονται ~. [λόγ. δια- + κομματικός μτφρδ. γερμ. zwischenparteiisch]
- διάκονας ο,
- βλ. διάκων.
- διακόνεμα το [δjakónema] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του διακονεύω, η διακονιά.
[διακονεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- διακονεύω [δjakonévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) ζητιανεύω: Ένας γέρος διακόνευε έξω από την εκκλησιά. Γύριζε από πόρτα σε πόρτα και διακόνευε για να ζήσει. || (μειωτ.): Tρέχει από φίλο σε γνωστό διακονεύοντας δανεικά.
[διάκον(ος) -εύω, δηλ. `ασκώ υπηρεσία διακόνου΄ με αλλ. της σημ. κατά το διακονιά (πρβ. αρχ. διακονῶ `ασκώ υπηρεσία΄ < διάκονος)]
- διακόνημα το [δiakónima] Ο49 : διατεταγμένη υπηρεσία στα πλαίσια της μοναστικής ή εκκλησιαστικής ζωής.
[λόγ. < αρχ. διακόνημα]
- διακόνημα το· δικόνημαν.
-
- Υπηρεσία που εκτελείται από μοναχό:
- Έδωκας, κυρ ’γούμενε, τους καλογέρους δικόνημαν (Σπανός A 343).
[αρχ. ουσ. διακόνημα. Η λ. και σήμ.]
- Υπηρεσία που εκτελείται από μοναχό:
- διακονία η [δiakonía] Ο25 : 1. (εκκλ.) το αξίωμα και το λειτούργημα του διακόνου. 2. προσφορά υπηρεσίας σε συνάνθρωπο, ως χριστιανικό καθήκον. || (επέκτ.) έργο που γίνεται με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια: Aφιέρωσε τη ζωή του στη ~ της επιστήμης. || H Aποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, οργανισμός που συντονίζει την ιεραποστολική δράση της Εκκλησίας.
[λόγ. < ελνστ. διακονία, αρχ. σημ.: `υπηρεσία΄]
- διακονιά η [δjakoná] Ο24 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του διακονεύω, παράκληση για μια μικρή υλική βοήθεια· ζητιανιά: Kατάντησε να ζει με τη ~. Bγήκε (στη) ~. || (μειωτ.) όταν θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα τον εξευτελιστικό χαρακτήρα αυτής της ενέργειας.
[ελνστ. διακονία `υπηρεσία διακόνου΄, αρχ. σημ.: `υπηρεσία΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (η αλλ. της σημ. από τους διακόνους που γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν ελέη για το μοναστήρι)]



