Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [1731 - 1740] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διώκτρα η· διώχτρα.
-
- Αυτή που διώχνει, απομακρύνει:
- καλέστρα του θανάτου μου και διώχτρα τση ζωής μου (Πανώρ. Β´ 526).
[<ουσ. διώκτρια (4. αι. LBG). Η λ. στο Somav. (λ. ‑τρια)]
- Αυτή που διώχνει, απομακρύνει:
- διώκω [δióko] -ομαι Ρ3 : 1α. (νομ.) εισάγω σε δίκη, ενάγω: Aδίκημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. H αρχαιοκαπηλία διώκεται ποινικά. β. ασκώ πειθαρχική δίωξη. 2. εφαρμόζω εις βάρος κάποιου μέτρα που αποβλέπουν στην ηθική ή υλική μείωση ή και στη φυσική εξόντωσή του: Aπαγορεύεται να διώκεται ένας πολίτης για τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του.
[λόγ. < αρχ. διώκω]
- διώκω· διώχνω· διώχτω· διώχω· δώχνω· δώχω· εδιώχνω· αόρ. έδιωξα.
-
- 1)
- α) Καταδιώκω:
- λαός μας διώχνει (Διγ. Z 2007)·
- β) (προκ. για ζώο) κυνηγώ:
- ένα ’λάφι διώχνοντας οπού ’θελε μας φύγει (Πανώρ. Β´ 130).
- α) Καταδιώκω:
- 2) (Προκ. για τόπο)
- α) διασχίζω:
- φάραγγας διώκει (Φυσιολ. (Legr.) 75)·
- β) περιηγούμαι:
- εγύρισεν, εδίωξε τους τόπους και τα κάστρα (Βέλθ. 219).
- α) διασχίζω:
- 3) Φρ.
- α) διώχνω τους αέρας, βλ. αήρ Φρ. 1·
- β) διώχνω τους ανέμους = είμαι τόσο γρήγορος που «καταδιώκω» και προφταίνω τον άνεμο:
- (Γεωργηλ., Θαν. 577), (Φλώρ. 1657).
- 4) Επιθυμώ κάπ., θέλω:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 123).
- 5) (Μτβ. και αμτβ.) επιδιώκω κ., αγωνίζομαι για κ.:
- δίωχνε την αλήθειαν (Σπαν. O 43).
- 6)
- α) Διώχνω, απομακρύνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 48410)·
- β) φρ. διώχνω απομπρός μου, βλ. απεμπρός Φρ.·2·
- γ) κατατρέχω, καταδιώκω κάπ.:
- διωγμένοι επρόσφευγαν εις το σπίτι του (Συναδ. φ. 52r)·
- δ) εκτοπίζω, εξορίζω:
- (Ασσίζ. 296‑7)·
- ε) (προκ. για ποτάμι) μετατοπίζω την κοίτη:
- εδίωξε τον ποταμόν εξ αύτον το λιβάδιν (Διγ. Esc. 1627).
- α) Διώχνω, απομακρύνω:
- 7) (Μεταφ.) αποβάλλω κ.·
- λησμονώ, απαρνιέμαι:
- ολπίζω πως ογλήγορα τον πόθον του να διώξω (Ερωτόκρ. Γ´ 438).
- λησμονώ, απαρνιέμαι:
- 8) (Προκ. για πρόβατα) (επιτηρώντας) βόσκω:
- (Λίβ. (Lamb.) N 894).
[αρχ. διώκω. Τ. διώκτω στο Βλάχ. Ο τ. διώχνω στο Meursius (διόχνειν) και σήμ. Η λ. και οι τ. διώχτω και διώχω και σήμ. ποντ.]
- 1)
- διώμα το· διώμαν.
-
- Η καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά·
- καμάρωμα:
- τρυγόνα με το διώμα (Ch. pop. 208)·
- από το σείσμαν το πολύν και το πολύν το διώμαν (Προδρ. III 273-71 χφφ PK κριτ. υπ).
- καμάρωμα:
[<ουσ. ιδίωμα (βλ. ά.). Η λ. στο Meursius (δίομα) και σήμ. κρητ.]
- Η καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά·
- διωματάρης ο.
-
- Αυτός που έχει καλό παράστημα, κομψός, χαριτωμένος:
- νέος … διωματάρης (Βοσκοπ. 386).
[<ουσ. διώμα + κατάλ. ‑άρης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτός που έχει καλό παράστημα, κομψός, χαριτωμένος:
- διωματεύομαι.
-
- Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι:
- εσύ να διωματεύεσαι κι εμέν να θανατώνεις; (Ερωτοπ. 19).
[<ουσ. διώμα + κατάλ. ‑εύομαι]
- Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι:
- διώνυμο το [δiónimo] Ο40 : (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση που είναι αλγεβρικό άθροισμα δύο μονωνύμων.
[λόγ. δι- 1 + αρχ. -ώνυμον < ὄνομα μτφρδ. γαλλ. binἄme < μσνλατ. binomium < bi- = δι- 1 + αρχ. νόμος `μέρος΄, σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. δίνομον από ταύτιση του γαλλ. -nἄme και του αρχ. ὄνομα, δες και μονώνυμο (διαφ. το ελνστ. διώνυμος `με δύο ονόματα΄)]
- δίωξη η [δíoksi] Ο33 : 1α. το σύνολο των ενεργειών που αποσκοπούν στον εντοπισμό και στη σύλληψη ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα: Yπηρεσία δίωξης ναρκωτικών / λαθρεμπορίου / κοινού εγκλήματος. || H Δίωξη, η αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας για τη δίωξη του εγκλήματος: Yπηρετεί στη Δίωξη. β. (νομ.) β1. ποινική ~, το σύνολο των δικαστικών ενεργειών εναντίον ατόμου που έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα: Ο εισαγγελέας άσκησε (ποινική) ~ εναντίον του δράστη / εναντίον του για φόνο. Aσκήθηκε (ποινική) ~ για την υπόθεση των καταχρήσεων. Aυτεπάγγελτη ~. β2. πειθαρχική ~, το σύνολο των διοικητικών ενεργειών εναντίον δημόσιου λειτουργού, ο οποίος έχει υποπέσει σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα. 2. (συνήθ. πληθ.) ενέργειες κρατικών κυρίως οργάνων, που αποβλέπουν στην ηθική και υλική βλάβη ατόμου ή ομάδας και με τις οποίες προσβάλλονται τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη· διωγμός2.
[λόγ. < αρχ. δίωξις (-σις > -ση)]
- διώξιμο το [δjóksimo] Ο50 : η ενέργεια του διώχνω: Tον έχουν για ~, πρόκειται να τον απολύσουν.
[διωξ- (διώχνω) -ιμο]
- δίωρος -η -ο [δíoros] Ε5 : που διαρκεί δύο ώρες: Δίωρη στάση εργασίας / διαδρομή. Δίωρο μάθημα, που γίνεται δύο φορές την εβδομάδα. || (ως ουσ.) το δίωρο, χρονικό διάστημα δύο ωρών: Tελείωσα τη δουλειά μου σε ένα δίωρο. Tο πρώτο δίωρο δεν έγινε μάθημα, τις δύο πρώτες διδακτικές ώρες.
[λόγ. δι- 1 + ώρ(α) -ος μτφρδ. γερμ. zweistündig]



