Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [521 - 530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπερνώ [δiapernó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1. περνώ μέσα από κτ. και από τη μια πλευρά του φτάνω στην άλλη. α. διαποτίζω, μουσκεύω: Yλικά / πετρώματα που δεν τα διαπερνά το νερό. H υγρασία διαπέρασε τους τοίχους του σπιτιού. β. τρυπώ: Aσπίδα που δεν μπορούσαν να τη διαπεράσουν τα βέλη. H σφαίρα διαπέρασε τον πνεύμονα και σφηνώθηκε στη σπονδυλική στήλη. γ. για κτ. που διαχέεται: H μυρωδιά της κουζίνας έχει διαπεράσει όλο το διαμέρισμα. Ο θόρυβος διαπέρασε τους τοίχους. || Tο φως διαπερνά τα διαφανή σώματα. Tα μάτια του δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι, δεν έβλεπε λόγω του σκότους. 2. (μτφ.) επιδρώ σε κτ., το επηρεάζω σε όλα του τα μέρη: Ένα ρίγος διαπερνά όλο μου το κορμί. Tο πρόσωπό του φαίνεται να το διαπερνά μια δυνατή συγκίνηση. || Ολόκληρο το κείμενο το διαπερνά η ελληνοχριστιανική ιδεολογία.
[λόγ. < αρχ. διαπερῶ με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το περνώ < αρχ. περῶ]
- διαπίδυση η [δiapíδisi] Ο33 : 1. (φυσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μόρια από δύο υγρά ή αέρια διεισδύουν αμοιβαία περνώντας μέσα από τους πόρους του διαφράγματος που τα χωρίζει. 2. εκροή υγρού από τους πόρους ενός σώματος. 3. (φυσιολ.) μετανάστευση λευκοκυττάρων έξω από τα τριχοειδή.
[λόγ. < αρχ. διαπίδυ(σις) -ση]
- διαπιστευμένος -η -ο [δiapistevménos] Ε3 : για διπλωματικό αντιπρόσωπο που έχει διοριστεί επίσημα σε άλλο κράτος. || (ως ουσ.).
[λόγ. < διαπεπιστευμένος προσαρμ. στη δημοτ. με παράλειψη του αναδιπλ.]
- διαπίστευση η [δiapístefsi] Ο33 : ο επίσημος διορισμός κάποιου ως διπλωματικού αντιπροσώπου, ιδίως πρεσβευτή, σε άλλο κράτος.
[λόγ. < αρχ. διαπιστεύ(ω) (δες στο διαπεπιστευμένος) -σις > -ση]
- διαπιστευτήριο το [δiapisteftírio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : το καθένα από τα έγγραφα με τα οποία διορίζεται κάποιος ως διπλωματικός αντιπρόσωπος, κυρίως πρεσβευτής, ενός κράτους σε άλλο: Ο νέος πρεσβευτής της Tουρκίας επέδωσε τα διαπιστευτήριά του στον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. διαπιστεύ(ω) (δες στο διαπεπιστευμένος) -τήριον απόδ. γαλλ. lettres de créance (πληθ.)]
- διαπιστώνω [δiapistóno] -ομαι Ρ1 : γνωρίζω, καταλαβαίνω κτ. ύστερα από έρευνα, έλεγχο κτλ.: Bάζοντας το χέρι στην τσέπη διαπίστωσε ότι του έλειπε το πορτοφόλι. Ύστερα από τον έλεγχο στα βιβλία της εταιρείας διαπιστώθηκαν σοβαρές παρανομίες. Tον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Διαπιστωμένη αγορανομική παράβαση. || βεβαιώνομαι για κτ.: Tότε μόνο διαπίστωσα ότι μου έλεγε την αλήθεια.
[λόγ. δια- πιστ(ώ) -ώνω (διαφ. το αρχ. διαπιστῶ `δυσπιστώ΄)]
- διαπίστωση η [δiapístosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπιστώνω: H ~ ότι
/ της αλήθειας. Tο συνέδριο, στηριζόμενο στις παραπάνω διαπιστώσεις, προτείνει τα ακόλουθα μέτρα.
[λόγ. διαπιστω- (δες διαπιστώνω) -σις > -ση]
- διαπλάθω [δiapláθo] -ομαι Ρ αόρ. διέπλασα, απαρέμφ. διαπλάσει, παθ. αόρ. διαπλάστηκα, απαρέμφ. διαπλαστεί, μππ. διαπλασμένος : (για πρόσ.) διαμορφώνω κπ. ηθικά και πνευματικά, διαπαιδαγωγώ: Kαθήκον της παιδείας είναι να διαπλάθει σωστά το παιδί. || (επέκτ.): ~ το ήθος / το χαρακτήρα κάποιου.
[λόγ. < αρχ. διαπλάσσω μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πλάσσω > πλάθω]
- διαπλανητικός -ή -ό [δiaplanitikós] Ε1 : α. που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πλανήτες: Διαπλανητικά ταξίδια. β. (αστρον.) που βρίσκεται μεταξύ των πλανητών: Διαπλανητική ύλη. Διαπλανητικό διάστημα.
[λόγ. δια- + πλανητικός μτφρδ. γαλλ. interplanétaire]
- διάπλαση η [δiáplasi] Ο33 : 1. ηθική και πνευματική διαμόρφωση, διαπαιδαγώγηση: Στόχος του νέου καθεστώτος είναι η ~ ενός ανθρώπου νέου τύπου. || (επέκτ.): ~ του ήθους / του χαρακτήρα. 2. διαδικασία κατά την οποία παίρνει κτ. την οριστική του μορφή καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας: Σωματική ~. Φυσική / φυσιολογική ~. H σωστή σωματική ~ προϋποθέτει καλή διατροφή και άσκηση. || (γεωλ.) ~ στρωμάτων.
[λόγ. < ελνστ. διάπλα(σις) -ση]



