Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [511 - 520] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαπάντοτε, επίρρ.
-
- Για πάντα, πάντοτινά:
- όλα τα στοιχήματα … να τα κρατήσουν καλά και στερεωμένα διαπάντοτε (Μαχ. 5187).
[<πρόθ. διά + επίρρ. πάντοτε]
- Για πάντα, πάντοτινά:
- διαπάς, επίρρ.,
- βλ. γιαπάς.
- διαπασών η [δiapasón] Ο (άκλ.) : 1. (μουσ.) η οκτάβα. 2. οξύτατος τόνος φωνής ή οργάνου: H ορχήστρα παίζει στη ~. Tραγουδάει / βάζει το ραδιόφωνο στη ~. 3. το διαπασών.
[λόγ.: 1: αρχ. ἡ διαπασῶν (= ἡ διά πασῶν χορδῶν συμφωνία) `οχτάβα΄· 2, 3: σημδ. γαλλ. diapason (στις νέες σημ.) < λατ. diapason < αρχ. ἡ διαπασῶν]
- διαπασών το [δiapasón] Ο (άκλ.) : α. (μουσ.) μικρό όργανο που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για να παράγουν κυρίως το λα καθώς και τους άλλους φθόγγους. β. (φυσ.) μικρό όργανο με δύο μεταλλικούς βραχίονες σε σχήμα πετάλου, του οποίου οι δονήσεις παράγουν ήχο ορισμένου ύψους.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. diapason (αρσ.) < λατ. diapason < αρχ. ἡ διαπασῶν (δες διαπασών η), ουδ. κατά το όργανο]
- διαπεπιστευμένος -η -ο [δiapepistevménos] Ε3 : (λόγ.) διαπιστευμένος.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διαπιστεύω `αναθέτω υπό εχεμύθεια΄ μτφρδ. γαλλ. accredité]
- διαπερ(ν)ώ.
-
- 1) Φέρνω, μεταφέρω, οδηγώ:
- (Θρ. Θεοτ. 33).
- 2) Διατρυπώ:
- (Φαλιέρ., Θρ. 46).
- 3) (Προκ. για ρούχα) φορώ σε κάπ. κ., ντύνω:
- εδιαπέρασε στολήν αυτόν (Ιων. III 6).
- 4) Περνώ (τη ζωή μου):
- την ζωήν μου διαπάντα θέλω εκεί διαπεράσει (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ι´ [411]).
[<αρχ. διαπεράω. Ο τ. ‑περνώ τον 11. αι. (LBG, ‑άω) και σήμ.]
- 1) Φέρνω, μεταφέρω, οδηγώ:
- διαπεραιώνω [δiapereóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) μεταφέρω κπ. ή κτ. στην απέναντι όχθη ή ακτή.
[λόγ. < ελνστ. διαπεραι(ῶ) -ώνω]
- διαπεραστικός -ή -ό [δiaperastikós] Ε1 : που γίνεται έντονα αισθητός: Διαπεραστικό ψύχος. Διαπεραστική οσμή. ~ πόνος. || Διαπεραστική ματιά. Διαπεραστικό βλέμμα. || (για ήχο) που είναι οξύς και ενοχλητικός: Mια διαπεραστική φωνή / κραυγή.
διαπεραστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. διαπερασ- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. pénétrant]
- διαπερατός -ή -ό [δiaperatós] Ε1 : που μπορεί κάποιος ή κτ. να τον διαπεράσει: Πετρώματα μη διαπερατά από το νερό.
[λόγ. < αρχ. διαπερα- (διαπερῶ) `διαπερνώ΄ -τός μτφρδ. γαλλ. perméable]
- διαπερατότητα η [δiaperatótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι διαπερατός: Mικρή / μεγάλη ~. || (φυσ.): Hλεκτρική / μαγνητική ~.
[λόγ. διαπερατ(ός) -ότης > -ότητα]



