Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [451 - 460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμορφώνω [δiamorfóno] -ομαι Ρ1 : 1. δίνω σε κτ. μορφή, σχήμα, σχηματίζω: Tα στρώματα του στερεού φλοιού της γης διαμορφώθηκαν σε διάφορες γεωλογικές περιόδους. Ο δήμαρχος διαμόρφωσε το χώρο της αλάνας σε πάρκο, μετέτρεψε. Ένας μη διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος. || παίρνω την οριστική μορφή μου, που είναι αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας: Διαμορφώνεται το σώμα κάποιου / κάποιας, αποκτά τα αντρικά / γυναικεία χαρακτηριστικά. 2α. διαπλάθω ηθικά, πνευματικά: Tο πανεπιστήμιο οφείλει να διαμορφώσει ελεύθερα πνεύματα. Εμπειρίες που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. β. για κτ. που προκύπτει ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν: ~ γνώμη / άποψη. Διαμορφώνεται κλίμα φοβίας / αμοιβαίας εμπιστοσύνης. || Οι τιμές των τροφίμων διαμορφώθηκαν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
[λόγ. < ελνστ. διαμορφ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμόρφωση η [δiamórfosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαμορφώνω. 1. το να δίνει κάποιος σε κτ. μορφή, σχήμα: H ~ του εδάφους. Παράγοντες που συνετέλεσαν στη ~ του στερεού φλοιού της γης. || μετατροπή: ~ ενός κτιρίου σε μουσείο. || (τεχνολ.) ~ με έλαση / με συμπίεση. (φυσ.) ~ της συχνότητας / φάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. ~ του πλάτους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων / μιας ταλάντωσης. 2α. ηθική, πνευματική διάπλαση: H ~ του χαρακτήρα. β. το να προκύπτει κτ. ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν: ~ γνώμης / άποψης. || H ~ των τιμών.
[λόγ. < ελνστ. διαμόρφω(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμορφωτής ο [δiamorfotís] Ο7 θηλ. διαμορφώτρια [δiamorfótria] Ο27 : αυτός που διαμορφώνει κτ.: Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. || (ηλεκτρολ., ηλεκτρον.) διάταξη που προκαλεί διαμόρφωση στο ηλεκτρικό ρεύμα ή στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. διαμορφω- (δες διαμορφώνω) -τής· λόγ. διαμορφω(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμορφωτικός -ή -ό [δiamorfotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαμόρφωση και ιδίως έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να διαμορφώνει κτ.: Διαμορφωτικές επιδράσεις / επιρροές.
διαμορφωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαμορφωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμπερής -ής -ές [δiamberís] Ε10 : που είναι τρυπημένος από τη μια ως την απέναντι πλευρά: Διαμπερές τραύμα. || Διαμπερές διαμέρισμα, που έχει ανοίγματα, δηλαδή πόρτες ή παράθυρα, σε δύο διαμετρικά αντίθετες πλευρές.
[λόγ. < αρχ. διαμπερής]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμφίς, επίρρ.· διαμφί.
-
- Χωριστά, χώρια:
- Τις διηγήσεται τας τότε φωνάς … διαμφί το ουαί; (Ψευδο-Σφρ. 42426).
[μτγν. επίρρ. διαμφίς]
- Χωριστά, χώρια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμφισβήτηση η [δiamfizvítisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαμφισβητώ.
[λόγ. < αρχ. διαμφισβήτη(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμφισβητώ [δiamfizvitó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) διεκδικώ κτ. που δε δέχομαι ότι ανήκει σε κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. διαμφισβητῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνα [δjána] επίρρ. : (προφ.) μόνο στις εκφράσεις βαράω / πετυχαίνω / κάνω / φέρνω ~, για απόλυτη επιτυχία, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε ορισμένο στόχο.
[ισπαν. diana `κέντρο στόχου΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνεμα το [δjánema] Ο49 : (λογοτ.) το νεύμα.
[διανεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]



