Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [431 - 440] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάμεσος -η -ο [δiámesos] Ε5 : 1. ενδιάμεσος: Tο διάμεσο κενό, διάκενο. Tα διάμεσα στρώματα του εδάφους. || (ανατ.): Ο ~ εγκέφαλος. Διάμεσο νεύρο. || (γραμμ.) Διάμεσο ρήμα, που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί μέσο κάποιου άλλου. || (φιλοσ.) Διάμεση γνώση, αυτή που αποκτάται μέσο μιας συλλογιστικής διαδικασίας. 2. (ως ουσ.) α. ο διάμεσος, ο μεσολαβητής. β. το διάμεσο: β1. το μέντιουμ. β2. ο ενδιάμεσος και σχετικά μικρός κενός ή ελεύθερος χώρος, το διάκενο. β3. (μουσ.) το ιντερμέτζο.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. (πληθ.) οἱ διάμεσοι `αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα, η μέση τάξη΄ σημδ. γαλλ. intermédiaire]
- διαμέσου, επίρρ.· διαμέσον.
-
- 1) Στο μεταξύ:
- Διαμέσου ουν … (Σφρ. Χρον. 15427).
- 2) Ως πρόθ.
- α) Ανάμεσα, μεταξύ:
- τες μάχες …, τές είχαν διαμέσον (Χρον. Τόκκων 1152)·
- β) με μεσολάβηση:
- ικετεύων … την άπειρον αυτού ευσπλαχνίαν διαμέσου της παναχράντου αυτού Μητρός (Σεβήρ., Διαθ. 18913).
- α) Ανάμεσα, μεταξύ:
[<συνεκφ. διά μέσου (αρχ., L‑S, λ. μέσος ΙΙΙ1d). Η λ. και σήμ.]
- 1) Στο μεταξύ:
- διαμετακομίζω [δiametakomízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) μεταφέρω αγαθά από μια χώρα σε άλλη μέσο μιας τρίτης.
[λόγ. δια- μετακομίζω μτφρδ. γαλλ. transiter]
- διαμετακόμιση η [δiametakómisi] Ο33 : (νομ.) μεταφορά αγαθών από μια χώρα σε άλλη μέσο μιας τρίτης.
[λόγ. διαμετακομι- (διαμετακομίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. transit]
- διαμετακομιστικός -ή -ό [δiametakomistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαμετακόμιση: Διαμετακομιστικό εμπόριο. Λιμάνι που παίζει ρόλο διαμετακομιστικού κέντρου.
[λόγ. διαμετακομισ- (διαμετακομίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. transitaire]
- διαμέτρημα το [δiamétrima] Ο49 : 1. το μήκος της διαμέτρου, ιδίως της μεγαλύτερης, κάθε κυλινδρικού σώματος: Tο ~ ενός σωλήνα / εμβόλου. || (στρατ.) η εσωτερική διάμετρος της κάννης πυροβόλου, καθώς και η διάμετρος των βλημάτων του: Πυροβόλο μεγάλου / μεσαίου / μικρού διαμετρήματος. 2. (μτφ.) το ποιοτικό επίπεδο κάποιου συνήθ. σε συσχετισμό με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται ως μέτρο: Επιστήμονας παγκόσμιου / ευρωπαϊκού διαμετρήματος. Kαλλιτέχνης ανώτερου διαμετρήματος.
[λόγ.: 1: αρχ. διαμετρη- (διαμετρῶ) `μετρώ μέχρι τέρμα΄ -μα κατά τη σημ. της λ. διάμετρος· 2: σημδ. γαλλ. calibre]
- διαμετρικός -ή -ό [δiametrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη διάμετρο. 2. που είναι τελείως διαφορετικός από κπ. άλλο: Διαμετρική αντίθεση, πλήρης, απόλυτη.
διαμετρικά ΕΠIΡΡ: Δύο σημεία της περιφέρειας του κύκλου ~ αντίθετα ορίζουν τη θέση μιας διαμέτρου. ΦΡ ~ αντίθετος, που βρίσκεται απέναντι ή είναι τελείως διαφορετικός: Tοίχοι / χαρακτήρες ~ αντίθετοι. Aντιλήψεις / απόψεις / γνώμες ~ αντίθετες. [λόγ. < ελνστ. διαμετρικός]
- διάμετρος η [δiámetros] Ο36 : 1. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο του κύκλου ή της σφαίρας και καταλήγει σε δύο σημεία της περιφέρειας: H ~ ισούται με το διπλάσιο της ακτίνας. Σημεία εκ διαμέτρου αντίθετα, που βρίσκονται στην ίδια διάμετρο και σε ίση απόσταση από το κέντρο. ΦΡ εκ διαμέτρου αντίθετος, τελείως διαφορετικός: Γνώμες / απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Δύο άνθρωποι / χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι. || (αστρον.): H ~ της γης. H ~ ενός αστέρα. Γωνιακή ~. 2. το διαμέτρημα κάθε κυλινδρικού σώματος: H ~ ενός σωλήνα / ενός κορμού δέντρου.
[λόγ. < αρχ. διάμετρος]
- διάμετρος η.
-
- Διάμετρος στερεού (κυρτού) σώματος:
- (Ερμον. Χ 135).
[αρχ. ουσ. διάμετρος. Η λ. και σήμ.]
- Διάμετρος στερεού (κυρτού) σώματος:
- διαμετρώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Μετρώ, καταμετρώ:
- (Δούκ. 39912).
- 2) Υπολογίζω, κρίνω, σκέφτομαι:
- του ανθρώπου δόθηκε … να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του (Ερωτόκρ. Α´ 200).
- 1) Μετρώ, καταμετρώ:
- II. (Μέσ.) λογαριάζω, σκέφτομαι, αποφασίζω:
- εδιαμετρήθη ότι να υπάγει να μιλήσει του αφεντός του (Σουμμ., Ρεμπελ. 180).
[αρχ. διαμετρέω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Ενεργ.



