Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δι
1.751 εγγραφές [171 - 180]
[Λεξικό Κριαρά]
διάζω,
βλ. διάγω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάζωμα το [διázoma] Ο49 : 1. ημικυκλικός διάδρομος που χωρίζει το κοίλο του αρχαίου θεάτρου σε δύο ή περισσότερα τμήματα. || (επέκτ.) καθένα από τα τμήματα στα οποία χωρίζεται το κοίλο του αρχαίου θεάτρου. || ονομασία αντίστοιχων τμημάτων σε σύγχρονα στάδια, θέατρα κτλ.: Άνω / κάτω / μεσαίο ~. 2. η στενόμακρη επιφάνεια στους αρχαίους ναούς που βρίσκεται ανάμεσα στο γείσο και στο επιστύλιο.

[λόγ. < ελνστ. διάζωμα, αρχ. σημ.: `ζώνη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διαζώννυμι.
  • (Ενεργ. και μέσ.) (μεταφ.) εξουσιάζω κ., κατέχω αρχή:
    • την οικουμένην … συντόμως διαζώσαι (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1392).

[αρχ. διαζώννυμι]

[Λεξικό Κριαρά]
διάθεμα το· διάθεμαν.
  • Εντολή:
    • Έστεσε ο Θεός διάθεμαν (Χούμνου, Κοσμογ. 777).

[μτγν. ουσ. διάθεμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαθερμία η [δiaθermía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπευτική μέθοδος αναλγητικής αγωγής με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για την ανάπτυξη θερμότητας: Για τον πόνο της μέσης ο γιατρός τής σύστησε διαθερμίες.

[λόγ. < γαλλ. diathermie < dia- = δια- + αρχ. θερμ(ός) -ie = -ία (πρβ. αρχ. διάθερμος `πολύ ζεστός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάθεση η [δiáθesi] Ο33 : I1. συναισθηματική ή γενικά ψυχική κατάσταση συνήθ. προσωρινού χαρακτήρα: Xαρούμενη / εύθυμη / φιλική / εχθρική / αισιόδοξη / ερωτική / εριστική ~. Kαλή / κακή ~. || (ειδικότ.) η καλή διάθεση, κέφι: Δεν έχω ~ σήμερα. 2. τάση, επιθυμία για κτ.: Έχω ~ για διασκέδαση / να διασκεδάσω. ~ για γλέντι / συζήτηση / καβγά / δουλειά. Δεν έχω ~ να σε δω σήμερα. 3. (πληθ.) για αισθήματα, σκοπούς, προθέσεις: Ήρθε με καλές / άγριες διαθέσεις. 4. (γραμμ.) η ιδιότητα του ρήματος να δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, πάσχει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση: Ενεργητική / μέση / παθητική / ουδέτερη ~. II. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαθέτω. 1. χρήση, χρησιμοποίηση: H ~ του ελεύθερου χρόνου. 2α. παραχώρηση σε κπ. άλλο, χορήγηση: ~ χρημάτων / πιστώσεων. Aποφάσισε τη ~ της περιουσίας του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. β. κατοχή και πώληση: ~ προϊόντων / εμπορευμάτων / αποθεμάτων. 3. σε εκφράσεις είμαι στη ~ κάποιου, μπορώ να βοηθήσω, να προσφέρω τις υπηρεσίες μου, όποτε μου το ζητήσουν. είναι κτ. στη ~ κάποιου, μπορεί να το χρησιμοποιήσει όποτε θέλει. θέτω κτ. / τον εαυτό μου στη ~ κάποιου, ώστε να μπορεί να το / με χρησιμοποιήσει όπως και όποτε θέλει. έχω κτ. στην αποκλειστική μου ~, έχω το δικαίωμα κατοχής και πώλησης. || (για δημόσιο υπάλληλο ή στρατιωτικό): Είναι / βρίσκεται / τίθεται στη ~ της υπηρεσίας του, είναι σε διαθεσιμότητα.

[λόγ.: I: αρχ. διάθε(σις) -ση (4: με βάση την ελνστ. σημ.: `φωνή ρήματος΄ σημδ. γαλλ. voix, δες φωνή)· II: αρχ. σημ.: `ταχτοποίηση, πώληση προϊόντων΄ & σημδ. γαλλ. disposition]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαθέσιμος -η -ο [δiaθésimos] Ε5 : που είναι στη διάθεσή μας, ώστε να μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε: Ο ~ χρόνος. Διαθέσιμα χρήματα / εμπορεύματα / εισιτήρια. Aντιμετώπισαν την κατάσταση με όλα τα διαθέσιμα μέσα. || (για πρόσ.): Είμαι ~, έχω ελεύθερο χρόνο, προσφέρομαι για να κάνω κτ. || (ως ουσ., οικον.) το διαθέσιμο, για αξίες που εύκολα ρευστοποιούνται: Διαθέσιμο σε συνάλλαγμα / σε συναλλαγματικές / σε ομόλογα. Aύξηση / μείωση των διαθεσίμων μιας τράπεζας.

[λόγ. διάθεσ(ις) -ιμος μτφρδ. γαλλ. disponible]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαθεσιμότητα η [δiaθesimótita] Ο28 : κατάσταση προσωρινής απομάκρυνσης από την υπηρεσία ενός δημόσιου ή στρατιωτικού υπαλλήλου: Είναι / βρίσκεται / τίθεται κάποιος σε ~ για λόγους υγείας / πειθαρχικούς. Στρατιωτικός σε πολεμική / τιμητική ~, κατάσταση αξιωματικού που αποστρατεύεται λόγω τραυματισμού, αλλά λαμβάνει πλήρεις αποδοχές και προάγεται κανονικά.

[λόγ. διαθέσιμ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. disponibilité]

[Λεξικό Κριαρά]
διάθεσις η.
  • 1) Ψυχική ή σωματική κατάσταση:
    • (Βακτ. αρχιερ. 165), (Ωροσκ. 4110).
  • 2) Η στάση προς κάπ. ή κ.:
    • (Μεταξά, Επιστ. 47).
  • 3) Σχέση:
    • έσχεν μετ’ αυτής γαμικήν διάθεσιν (Ελλην. νόμ. 54226).

[αρχ. ουσ. διάθεσις. Η λ. και σήμ. (η)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαθέτης ο [δiaθétis] Ο10 : (νομ.) αυτός που δίνει, που παραχωρεί κτ. με επίσημο έγγραφο (δωρητήριο, διαθήκη κτλ.) σε κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. διαθέτης `που βάζει σε τάξη΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. διαθήκη]

< Προηγούμενο   1... 16 17 [18] 19 20 ...176   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες