Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [1521 - 1530] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπολικός -ή -ό [δipolikós] Ε1 : που έχει δύο πόλους. 1. (φυσ.) για όργανο ή μηχανή που έχει δύο ετερώνυμους μαγνητικούς πόλους: ~ διακόπτης. Διπολική γεννήτρια. || (μαθημ.) διπολικές συντεταγμένες. 2. (μτφ.) που στηρίζεται σε δύο κυρίαρχες, διαμετρικά αντίθετες όμως θέσεις: Tο διπολικό κομματικό σύστημα, η ύπαρξη δύο μόνο μεγάλων κομμάτων.
[λόγ. δίπολ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπολισμός ο [δipolizmós] Ο17 : η ύπαρξη δύο κυρίαρχων, διαμετρικά αντίθετων όμως θέσεων: Ο δικομματισμός και ο ~ μπορεί να δημιουργήσουν αρνητικά φαινόμενα στη δημόσια ζωή.
[λόγ. δίπολ(ος) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπολος -η -ο [δípolos] Ε5 : (φυσ.) 1. που έχει δύο πόλους, διπολικός: Δίπολη κεραία, δίπολο. 2. (ως ουσ.) το δίπολο: α1. σύνολο δύο ίσων και ετερώνυμων ηλεκτρικών ή μαγνητικών φορτίων που βρίσκονται σε μικρή μεταξύ τους απόσταση. α2. δίπολη κεραία. β. (μτφ.) δύο έννοιες που αποτελούν τους πόλους γύρω από τους οποίους στρέφεται κτ.: Προβληματισμός γύρω από το δίπολο εθνική ιδέα - εθνική αφύπνιση.
[λόγ. δι- 1 + πόλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. bipolaire (διαφ. το ελνστ. δίπολος `διπλά οργωμένος΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίποντο το [δípondo] Ο41 : (αθλ.) στο μπάσκετ, καλάθι δύο πόντων: Το καλάθι μέτρησε τελικά για ~ . || (ως επίθ.): ~ καλάθι.
[δι-1 + πόντ(ος) -ο, ουδ. του -ος (ενν. καλάθι)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπορτος -η -ο [δíportos] Ε5 : που έχει δύο πόρτες, συνήθ. για ψυγείο που έχει μία πόρτα για τη συντήρηση και μία για την κατάψυξη. || (ως ουσ.) το δίπορτο, διπλή έξοδος, κυρίως στη ΦΡ το ΄χει δίπορτο, έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από δύο αντίθετες καταστάσεις, εκμεταλλευόμενος τη μία ή την άλλη ανάλογα με την περίσταση.
[δι- 1 + πόρτ(α) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίπρακτος -η -ο [δípraktos] Ε5 : για θεατρικό έργο που έχει δύο πράξεις, που είναι χωρισμένο σε δύο μέρη: Δίπρακτη κωμωδία.
[λόγ. δι- 1 + πρακ- (πράξις) -τος μτφρδ. γερμ. zweiaktig]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπροσωπία η [δiprosopía] Ο25 : η ιδιότητα του διπρόσωπου. || (συνήθ. πληθ.) ενέργειες διπρόσωπου ανθρώπου: Nα λείψουν οι υποκρισίες και οι διπροσωπίες.
[λόγ. < μσν. διπροσωπία < διπρόσωπ(ος) -ία (πρβ. λαϊκό διπροσωπιά με αποφυγή της χασμ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- διπροσωπία η· διπροσωπιά.
-
- Δολιότητα, πανουργία:
- διώχνει τες διπροσωπιές και τες ζηλοφθονίες (Τζάνε Εμμ., Αφ. 1417).
[<επίθ. διπρόσωπος + κατάλ. ‑ία. Ο τ. στο Somav. Η λ. στο LBG και σήμ.]
- Δολιότητα, πανουργία:
[Λεξικό Κριαρά]
- διπρόσωπος, επίθ.
-
- (Μεταφ.) δόλιος, υποκριτής:
- Πρόσωπον έχε καθαρόν, διπρόσωπος μη είσαι (Σπαν. O 85).
[μτγν. επίθ. διπρόσωπος. Η λ. και σήμ.]
- (Μεταφ.) δόλιος, υποκριτής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διπρόσωπος -η -ο [δiprósopos] Ε5 : 1. που έχει δύο πρόσωπα: Ο Iανός ήταν ~ θεός. 2. (μτφ.) άνθρωπος υποκριτικός που παρουσιάζει άλλοτε τη μία όψη του, την πραγματική και συνήθ. κακή και άλλοτε την άλλη, προσποιητή και δήθεν καλή, όταν το απαιτεί το προσωπικό του συμφέρον.
[2: ελνστ. διπρόσωπος· 1: λόγ. < ελνστ. διπρόσωπος]



