Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [1291 - 1300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικυκλιστής ο [δikiklistís] Ο7 : οδηγός δικύκλου.
[λόγ. δίκυκλ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. bicycliste]
- δίκυκλος -η -ο [δíkiklos] Ε5 : για όχημα που έχει δύο τροχούς: Δίκυκλη μοτοσικλέτα. || (ως ουσ.) το δίκυκλο: Tο ποδήλατο ανήκει στην κατηγορία των δικύκλων.
[λόγ. δι- 1 + κύκλ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. bicycle < bi- = δι- 1 + αρχ. κύκλος `ρόδα΄ (σύγκρ. ελνστ. δίκυκλος για άρμα με δύο τροχούς)]
- δικύλινδρος -η -ο [δikílinδros] Ε5 : (τεχν.) για μηχανή που έχει δύο κυλίνδρους.
[λόγ. δι- 1 + κύλινδρ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. à deux cylindres ή αγγλ. bicylindrical]
- δίκωπος -η / -ος -ο [δíkopos] Ε17 : 1. για σκάφος που κινείται με δύο κουπιά. 2. (ως ουσ., αθλ.) η δίκωπος: α. σκάφος ειδικής κατασκευής για δύο κωπηλάτες. β. το αντίστοιχο αγώνισμα.
[λόγ. < αρχ. δίκωπος]
- διλάβι το.
-
- Σκεύος με δύο λαβές, τσιμπίδα:
- τα διλάβια της και τα θυμιαντήρια της μάλαμα καθάριο (Πεντ. Έξ. ΧΧV 38).
[<δι‑ + ουσ. λαβή. Τ. ‑ιον πιθ. τον 8. αι. (LBG) και ‑ιν σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκεύος με δύο λαβές, τσιμπίδα:
- Διλεμίτης ο.
-
- Αυτός που ανήκει στο λαό που κατοικούσε στα υψίπεδα της νότιας ακτής της Κασπίας (Deylem), καθώς και στις γειτονικές περιοχές της Περσίας και του Ιράκ, όπου εξαπλώθηκε (9.-10. αι.), εκλεκτός πολεμιστής, συχνά ως μισθοφόρος μουσουλμάνου ηγεμόνα:
- στρατολογείν απήρξατο (ενν. ο αμιράς) Τούρκους και Διλεμίτας (Διγ. Gr. 16)·
- ακρίτης Διλεμίτης (αυτ. 126).
[<τουρκ. τοπων. Deylem (αραβ. Daylam) + κατάλ. ‑ίτης. Πβ. παλαιότ. Διλιμνίται (Αγαθίας, [DGE], Θεοφύλακτος Σιμοκκάτης, Ιστορία IV 4, 17), Δολομίται, (Προκόπιος III 14, 5-12), κ.ά.]
- Αυτός που ανήκει στο λαό που κατοικούσε στα υψίπεδα της νότιας ακτής της Κασπίας (Deylem), καθώς και στις γειτονικές περιοχές της Περσίας και του Ιράκ, όπου εξαπλώθηκε (9.-10. αι.), εκλεκτός πολεμιστής, συχνά ως μισθοφόρος μουσουλμάνου ηγεμόνα:
- δίλεπτο το [δílepto] Ο41 : παλαιότερο νόμισμα που είχε αξία δύο λεπτών.
[λόγ. δι- 1 + λεπτ(όν) -ον κατά το δίδραχμον]
- δίλεπτος -η -ο [δíleptos] Ε5 : που διαρκεί δύο λεπτά της ώρας: Δίλεπτη διακοπή. || (ως ουσ.) το δίλεπτο, χρονικό διάστημα δύο λεπτών.
[λόγ. δι- 1 + λεπτ(όν) -ος]
- διλετσιού η.
-
- Αγάπη, ευφροσύνη:
- αγάπη, καλόν θέλημα και διλετσιού (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 74).
[<βεν. *dilezion - ιταλ. dilezione]
- Αγάπη, ευφροσύνη:
- δίλημμα το [δílima] Ο49 : 1. η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος, όταν πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους ενέργειας, που παρουσιάζουν όμως εξίσου σοβαρές αβεβαιότητες ή δυσκολίες: Bρέθηκα σε μεγάλο ~, να δεχτώ την προσφορά του ή να την απορρίψω; Aντιμετώπισε το τρομερό ηθικό ~, να σωθεί προδίδοντας τους συντρόφους του ή να εκτελεστεί; Είμαι σε ~. Φέρνω κπ. σε ~. 2. (λογ.) συνδυασμός υποθετικού και διαζευκτικού συλλογισμού, στον οποίο η μείζων προκείμενη υποθετική πρόταση περιέχει στο δεύτερο μέλος της διάζευξη με δύο αντίθετες έννοιες, που απορρίπτονται στην ελάσσονα προκείμενη με αναγκαίο συμπέρασμα να απορρίπτεται και το πρώτο μέλος της μείζονος προκείμενης.
[λόγ.: 1: ελνστ. δίλημμα· 2: σημδ. γαλλ. dilemme (στη νέα σημ.) < ελνστ. δίλημμα]



