Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [1251 - 1260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δικολογώ.
-
- Συζητώ· προβάλλω επιχειρήματα εναντίον κάπ., υποστηρίζω τις απόψεις μου:
- Τον άγγελον δικολογά και την καλήν του λέγει (Διγ. Esc. 1772)·
- (μέσ.):
- πάρδος και λεοντόπαρδος, να δικολογηθούσι (Διήγ. παιδ. 858).
[αρχ. δικολογέω]
- Συζητώ· προβάλλω επιχειρήματα εναντίον κάπ., υποστηρίζω τις απόψεις μου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικομανής -ής -ές [δikomanís] Ε10 : για κπ. που έχει δικομανία.
[λόγ. δίκ(η) -ο- + -μανής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικομανία η [δikomanía] Ο25 : η τάση που χαρακτηρίζει κπ., να προσφεύγει στα δικαστήρια για να λύσει και την πιο ασήμαντη διαφορά που έχει με κπ. άλλον.
[λόγ. δικομαν(ής) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικομματικός -ή -ό [δikomatikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο κόμματα: Δικομματικό σύστημα, που στηρίζεται στην εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, αποκλείοντας τα άλλα μικρότερα.
δικομματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δι- 1 + κομματικός μτφρδ. γαλλ. biparti ή αγγλ. bipartisan]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικομματισμός ο [δikomatizmós] Ο17 : η εναλλαγή δύο μόνο κομμάτων στην εξουσία, το δικομματικό σύστημα.
[λόγ. δικομματ(ικός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. bipartisme ή αγγλ. bipartisanism)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικόνημαν το,
- βλ. διακόνημα.
[Λεξικό Κριαρά]
- δικονία η,
- βλ. διακονία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικονομία η [δikonomía] Ο25 : σύνολο νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τους τύπους οι οποίοι πρέπει να τηρηθούν κατά τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης: Ποινική / πολιτική ~.
[λόγ. δίκ(η) -ο- + -νομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικονομικός -ή -ό [δikonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δικονομία: ~ κώδικας. Δικονομικό κώλυμα. Δικονομικά θέματα.
δικονομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δικονομ(ία) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικονώ,
- βλ. διακονώ.



