Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δι
1.751 εγγραφές [1201 - 1210]
[Λεξικό Κριαρά]
δικαστήριον το· δικαστήριο.
  • 1) Τόπος όπου γίνεται η δίκη, το δικαστήριο:
    • (Ζήν. Δ´ 86).
  • 2) Φρ. καθίζω κάπ. εις δικαστήριο = κατηγορώ κάπ. ενώπιον του δικαστηρίου:
    • (Ζήν. Δ´ 216).
  • 3) Διεξαγωγή της δίκης, δίκη:
    • ως το έχουσιν οι διάταξες κι όλα τα δικαστήρια (Χρον. Μορ. H 7564).

[αρχ. ουσ. δικαστήριον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαστής ο [δikastís] Ο7 θηλ. δικαστής [δikastís] & (οικ.) δικαστίνα [δikastína] Ο26 : δημόσιος λειτουργός που έχει ως έργο την απονομή της δικαιοσύνης: Οι πρωτοδίκες, οι εφέτες και οι αρεοπαγίτες είναι δικαστές. Ένωση Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων. Aμερόληπτος / αυστηρός / επιεικής ~. Φυσικός ~, που είναι εντεταλμένος από το νόμο. Λαϊκός ~, σε λαϊκό δικαστήριο. (έκφρ.) παίρνει ύφος δικαστή / με ύφος δικαστή, για κπ. που υπεροπτικά ελέγχει και κατακρίνει. || αυτός που ελέγχει, που κρίνει με μεγάλη αυστηρότητα: Δε θα γίνω εγώ ~ των πράξεών του, κριτής. || (θηλ.) δικαστίνα, γυναίκα δικαστής ή σύζυγος δικαστή.

[αρχ. δικαστής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικαστ(ής) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
δικαστής ο.
  • 1) Δικαστής:
    • (Γλυκά, Στ. 419
    • (μεταφ.):
      • έστι γαρ ούτος (ενν. ο έρως) δικαστής βασανίζων καρδίας (Διγ. Gr. 610).
  • 2) (Μεταφ.) αυτός που κρίνει αυστηρά:
    • εχθρόν και δικαστήν εσέναν εγνωρίζω (Εκατόλ. 486).

[αρχ. ουσ. δικαστής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαστικός ο [δikastikós] Ο17 θηλ. δικαστικός [δikastikós] Ο34 : ο δικαστικός λειτουργός, δικαστής ή εισαγγελέας: Tο λειτούργημα του δικαστικού.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. δικαστικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικαστικός -ή -ό [δikastikós] Ε1 : που έχει σχέση: α. με τη δικαιοσύνη: Δικαστική εξουσία. ~ αντιπρόσωπος, δικηγόρος, δικαστικός υπάλληλος κτλ. που έχει την εποπτεία εκλογικού τμήματος ως εκπρόσωπος της δικαιοσύνης. ~ λειτουργός, δικαστής ή εισαγγελέας. || (ως ουσ.) ο δικαστικός*. β. με το δικαστή: ~ κλάδος. Δικαστικό σώμα. Δικαστικές ενώσεις. Δικαστική απόφαση / πλάνη / έρευνα / συνδρομή*. Δικαστική τήβεννος. γ. με το δικαστήριο: Δικαστικό μέγαρο. ~ υπάλληλος, γραμματέας, κλητήρας κτλ. ~ κλητήρας / επιμελητής. Δικαστικά έξοδα, που απαιτούνται για μια δίκη. δικαστικά ΕΠIΡΡ: Θα διεκδικήσω ~ την περιουσία μου, διά της δικαστικής οδού.

[λόγ. < αρχ. δικαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικατάληκτος -η -ο [δikatáliktos] Ε5 : (γραμμ.) για επίθετα τριγενή που έχουν δύο καταλήξεις, μία για το αρσενικό και το θηλυκό και μία για το ουδέτερο, π.χ. ο συνεχής, η συνεχής, το συνεχές.

[λόγ. < ελνστ. δικατάληκτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικάταρτος -η -ο [δikátartos] Ε5 : για ιστιοφόρο πλοίο που έχει δύο κατάρτια, κυρίως ως ουσ. το δικάταρτο.

[δι- 1 + κατάρτ(ι) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
Δικέβριος ο,
βλ. Δεκέμβριος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικέλλα η [δikéla] Ο25 & δικέλλι το [δikéli] Ο44 : αξίνα που καταλήγει σε δύο αιχμηρά άκρα.

[δικέλλ(ι) μεγεθ. -α· μσν. δικέλλιον υποκορ. του αρχ. δίκελλ(α) -ιον]

[Λεξικό Κριαρά]
δικέλλιν το.
  • Διχαλωτό σκαλιστήρι, δικέλλι:
    • (Σπανός D 1690).

[παλαιότ. ουσ. δικέλλιον (4. αι., DGE· βλ. και LBG) <αρχ. ουσ. δίκελλα + κατάλ. ιον. Τ. ι στο Somav. (έλι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 119 120 [121] 122 123 ...176   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες