Παράλληλη αναζήτηση
| 1.751 εγγραφές [1191 - 1200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δικάμαρος, επίθ.
-
- Που αποτελείται από δύο καμάρες, αψίδες:
- να το ποιήσουν (ενν. το φωτιστήριν) δικάμαρον (Hagia Sophia ω 52410).
[<δι‑ + ουσ. καμάρα. Βλ. και LBG]
- Που αποτελείται από δύο καμάρες, αψίδες:
[Λεξικό Κριαρά]
- δικανίκι(ον) το,
- βλ. δεκανίκιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικανικός -ή -ό [δikanikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις δίκες και ειδικότερα, με τις αγορεύσεις κατά τη διεξαγωγή δικών: ~ ρήτορας. Δικανικό ύφος. || Δικανική ρητορεία, ένα από τα είδη της ρητορείας στην αρχαία Ελλάδα. Οι δικανικοί λόγοι του Δημοσθένη.
[λόγ. < αρχ. δικανικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίκαννος -η -ο [δíkanos] Ε5 : για όπλο που έχει δύο κάννες: Δίκαννη καραμπίνα. || (ως ουσ.) το δίκαννο, κυνηγετικό όπλο με δύο κάννες. ΦΡ βγαίνω με το δίκαννο, για να κυνηγήσω κπ., για να τον τιμωρήσω.
[λόγ. δι- 1 + κάνν(η) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- δίκαση η.
-
- Δίκη, κρίση:
- ’ς τούτη τη δίκασή σας όξω από μένα σήμερο να ’χετε άλλο κριτή σας (Φορτουν. Ιντ. β´ 129).
[<δικάζω + κατάλ. ‑ση. Η λ. (‑ις) σε σχόλ. και στο LBG (8. αι.)]
- Δίκη, κρίση:
[Λεξικό Κριαρά]
- δικασιμιός, επίθ.
-
- Επίδικος:
- το μήλο το δικασιμιό (Φορτουν. Ιντ. α´ 106).
[<ουσ. δικάσιμο + κατάλ. ‑ιός <‑αίος]
- Επίδικος:
[Λεξικό Κριαρά]
- δικάσιμον το· δικάσιμο.
-
- 1)
- α) Κρίση, δίκη:
- του μήλου το δικάσιμο (Φορτουν. Ιντ. α´ 67)·
- β) αντιλογία, διένεξη, αμφισβήτηση:
- βλέπε με τον αυθέντη σου δικάσιμον μη κάμεις (Σπαν. A 534).
- α) Κρίση, δίκη:
- 2) Επίπληξη:
- λόγους δικασίματος δήθεν και νουθεσίας (Λίβ. Sc. 1506).
[ουδ. του αρχ. επιθ. δικάσιμος ως ουσ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικάσιμος η [δikásimos] Ο36 & δικάσιμη η [δikásimi] Ο (βλ. Ε5) : (νομ.) ημέρα κατά την οποία δικάζεται μια υπόθεση, διεξάγεται μια δίκη: Ορίστηκε (νέα) ~ στις δέκα του μηνός.
[λόγ. < ελνστ. δικάσιμος (ενν. ημέρα)· δικάσιμ(ος) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- δικασμός ο.
-
- Διαμάχη, λογομαχία:
- τι τέλος έλαβε ο δικασμός αυτείνος; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [263]).
[μτγν. ουσ. δικασμός]
- Διαμάχη, λογομαχία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικαστήριο το [δikastírio] Ο40 : 1α. δημόσια αρχή που ασκεί τη δικαστική εξουσία: Πολιτικά / αστικά / διοικητικά / εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στρατιωτικό ~, στρατοδικείο. Ορκωτό ~, δικαστήριο των ενόρκων. ~ ανηλίκων. Aκυρωτικό* ~. Ο Άρειος Πάγος είναι το Aνώτατο Δικαστήριο. Λαϊκό ~. Ο πρόεδρος και τα μέλη του δικαστηρίου. Tο Διεθνές Δικαστήριο, όργανο του ΟHΕ. Tα δικαστήρια υπάγονται στο Yπουργείο Δικαιοσύνης. (έκφρ.) οδηγώ / πηγαίνω κπ. στα δικαστήρια, κάνω αγωγή, μήνυση κτλ. περνώ κπ. από ~, τον εισάγω σε δίκη και με επέκταση, τον ελέγχω αυστηρά. β. το σύνολο των δικαστών που εκδικάζει μια υπόθεση: Tο ~ θα κρίνει την προσφυγή / απέρριψε την ένσταση / έκανε δεκτή την αγωγή. Tο ~ συνεδριάζει. (προσφών.) Tο σεβαστό ~! (έκφρ.) έχω ~, πρέπει να παραστώ σε μια δίκη ως διάδικος, δικηγόρος κτλ. 2. το κτίριο όπου εδρεύει η δικαστική αρχή και όπου διεξάγονται οι δίκες: Οι αίθουσες του δικαστηρίου. Tα Δικαστήρια, συγκρότημα κτιρίων.
[λόγ. < αρχ. δικαστήριον]



