Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δικόγραφο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δικόγραφο το [δikóγrafo] Ο42 : έγγραφο με το οποίο γίνεται μια δικαστική πράξη.

[λόγ. δίκ(η) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go