Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δικολαβισμός ο [δikolavizmós] Ο17 : τρόπος συζήτησης με σοφιστικά και κακόπιστα επιχειρήματα. || σοφιστικό και κακόπιστο επιχείρημα: Άσε τους δικολαβισμούς.
[λόγ. δικολάβ(ος) -ισμός]



