Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαχύνω [δiaxíno] -ομαι Ρ1 : διαχέω.
[λόγ. μεταπλ. του ρ. διαχέω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το χέω > χύνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαχύνω.
-
- Κάνω να χυθεί κ.:
- των εχθρών το αίμα διαχύσεις (Κορων., Μπούας 41).
[μτγν. διαχύνω]
- Κάνω να χυθεί κ.: