Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαρκής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρκής -ής -ές [δiarkís] Ε10 : που γίνεται, υπάρχει, συμβαίνει κτλ. χωρίς διακοπή· συνεχής, αδιάκοπος: H ζωή είναι ~ αγώνας. Πόθος για διαρκή ειρήνη. H θεωρία για τη διαρκή επανάσταση. || (γραμμ.) Διαρκείς χρόνοι, εξακολουθητικοί. Διαρκή σύμφωνα. || (οικον.) Διαρκή καταναλωτικά αγαθά. || (νομ.) Διαρκές αδίκημα. ANT στιγμιαίο. || σε ονομασίες διοικητικών κτλ. οργάνων που λειτουργούν χωρίς μακροχρόνιες διακοπές: Διαρκές στρατοδικείο. ANT έκτακτο. H Διαρκής Iερά Σύνοδος. διαρκώς ΕΠIΡΡ: Εργάζεται / ταξιδεύει / αθλείται / προπονείται ~.

[λόγ. < αρχ. διαρκής, διαρκῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go