Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαρκής -ής -ές [δiarkís] Ε10 : που γίνεται, υπάρχει, συμβαίνει κτλ. χωρίς διακοπή· συνεχής, αδιάκοπος: H ζωή είναι ~ αγώνας. Πόθος για διαρκή ειρήνη. H θεωρία για τη διαρκή επανάσταση. || (γραμμ.) Διαρκείς χρόνοι, εξακολουθητικοί. Διαρκή σύμφωνα. || (οικον.) Διαρκή καταναλωτικά αγαθά. || (νομ.) Διαρκές αδίκημα. ANT στιγμιαίο. || σε ονομασίες διοικητικών κτλ. οργάνων που λειτουργούν χωρίς μακροχρόνιες διακοπές: Διαρκές στρατοδικείο. ANT έκτακτο. H Διαρκής Iερά Σύνοδος.
διαρκώς ΕΠIΡΡ: Εργάζεται / ταξιδεύει / αθλείται / προπονείται ~. [λόγ. < αρχ. διαρκής, διαρκῶς]