Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπλέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπλέω [δiapléo] Ρ αόρ. διέπλευσα, απαρέμφ. διαπλεύσει : διασχίζω με πλωτό μέσο ή κολυμπώντας θαλάσσια έκταση: Πρώτος ο Kολόμβος διέπλευσε τον Aτλαντικό.

[λόγ. < αρχ. διαπλέω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαπλέω.
  • Κολυμπώ:
    • (Φυσιολ. B 314).

[αρχ. διαπλέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες