Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακινδυνεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακινδυνεύω [δiakinδinévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 μππ. διακινδυνευμένος : 1. εκθέτω κτ. σε έναν πιθανό κίνδυνο: Για να σώσει το σπίτι του από τη φωτιά, διακινδύνευσε τη ζωή του. Δε ~ τα χρήματά μου και την υπόληψή μου σε ύποπτες επιχειρήσεις. Aν έρθει σε αντίθεση με τον προϊστάμενό του διακινδυνεύει τη θέση του. Διακινδύνευσε τα πάντα για να πετύχει. Mη διακινδυνεύεις τόσο, μην εκθέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. 2. αποφασίζω να κάνω κτ., αν και γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος της αποτυχίας, της κακής έκβασης: Διακινδύνευσαν έναν πόλεμο με πολύ ισχυρότερους αντιπάλους. Δε ~ μια τόσο σοβαρή εγχείριση. Δεν το ~, να ταξιδεύω με τέτοια κακοκαιρία. || τολμώ να πω κτ. που μπορεί να είναι άστοχο: Θα διακινδυνεύσω μια ερώτηση / μια απάντηση. Δε θα ήθελα να διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη.

[λόγ. < αρχ. διακινδυνεύω `εκτίθεμαι σε μεγάλο κίνδυνο΄ & σημδ. αγγλ. endanger]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες