Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακεκομμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακεκομμένος -η -ο [δiakekoménos] Ε3 μππ. του διακόπτω : που δεν είναι συνεχής, που παρουσιάζει διακοπές (στο χρόνο ή στο χώρο), διαλείμματα ή κενά: Διακεκομμένο ωράριο εργασίας, με διακοπή τις μεσημεριανές ώρες. Διακεκομμένη συνουσία, που διακόπτεται πριν από την εκσπερμάτωση. Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος και ~. H διακεκομμένη γραμμή στο οδόστρωμα δηλώνει ότι επιτρέπεται η προσπέραση, γραμμή που σχηματίζεται από ευθύγραμμα τμήματα ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν κενά. διακεκομμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. διακόπτω μτφρδ. γαλλ. interrompu(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες