Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαιτητεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαιτητεύω [δietitévo] Ρ5.1α : μεσολαβώ για την επίλυση διαφοράς. || (αθλ.) έχω την ευθύνη της ομαλής διεξαγωγής ενός αγώνα ως διαιτητής: Ο Iταλός διαιτητής διαιτήτευσε άριστα τον αγώνα μπάσκετ.

[λόγ. διαιτητ(ής) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες