Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγωνίζομαι [δiaγonízome] Ρ2.1β : περνώ μια δοκιμασία, αμιλλώμαι (μαζί με άλλους) για να πετύχω, να κερδίσω κτ. (μια θέση, ένα βραβείο κ.ά.): Οι υποψήφιοι θα διαγωνιστούν σε τρία μαθήματα. Επιλέχτηκαν οι ταινίες / τα τραγούδια που θα διαγωνιστούν στο φεστιβάλ.
[λόγ. < αρχ. διαγωνίζομαι `αγωνίζομαι εναντίον΄]