Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημαρχεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαρχεύω [δimarxévo] Ρ5.1α : εκτελώ χρέη δημάρχου, αναπληρώνω το δήμαρχο: Όταν απουσιάζει ο δήμαρχος, δημαρχεύει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.

[λόγ. δήμαρχ(ος) -εύω (πρβ. αρχ. δημαρχῶ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαρχεύων -ουσα -ον [δimarxévon] Ε12 : (λόγ.) που εκτελεί χρέη δημάρχου, που αναπληρώνει το δήμαρχο.

[λόγ. μεε. του ρ. δημαρχεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες