Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δευτερεύων -ουσα -ον [δefterévon] Ε12 : 1. που παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον, που είναι μικρότερης σημασίας: Aυτό είναι δευτερεύον ζήτημα, δε μας απασχολεί προς το παρόν. Παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στο θέατρο. || (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση και ως ουσ. η δευτερεύουσα, πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο αλλά προσδιορίζει μια άλλη πρόταση ή έναν όρο πρότασης. ANT κύρια. 2. που δημιουργείται κατά τη δεύτερη φάση, που έρχεται ως αποτέλεσμα της πρώτης φάσης ενός φαινομένου: Δευτερεύουσα χημική αντίδραση.
[λόγ. μεε. του αρχ. ρ. δευτερεύω `είμαι δεύτερος΄, ελνστ. σημ.: `είμαι δεύτερος στην ιεραρχία΄ & σημδ. γαλλ. sécondaire]