Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεν
48 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροκομικός -ή -ό [δenδrokomikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δενδροκομία.

[λόγ. δενδροκομ(ία) -ικός (πρβ. ελνστ. δενδροκομικός `που αναφέρεται στην καλλιέργεια δέντρων΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροκόμος ο [δenδrokómos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια των δέντρων.

[λόγ. δενδρο(κομία) -κόμος μτφρδ. γαλλ. arbori culteur (πρβ. ελνστ. δενδροκόμος `που φροντίζει τα δέντρα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδροκόπος ο.
  • Αυτός που κόβει καρποφόρα δέντρα:
    • Περί δενδροκόπων και αμπελοκόπων (Βακτ. αρχιερ. 149).

[<ουσ. δένδρον + κόπος. Η λ. τον 4. αι. (DGE) και σε Γλωσσάρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδρολίβανον το.
  • Το φυτό δεντρολίβανο:
    • βράσε θερμόν … με δενδρολίβανον (Ιατροσ. 21110).

[μτγν. ουσ. δενδρολίβανον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Κριαρά]
Δενδρολίβανος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. δενδρολίβανον:
    • (Πωρικ. I 33).
[Λεξικό Κριαρά]
δενδροπλουμισμένος, μτχ. επίθ.
  • Που είναι γεμάτος δέντρα:
    • τον Παράδεισον τον δενδροπλουμισμένον (Νεκρ. βασιλ. 109).

[<ουσ. δένδρον + μτχ. παρκ. του πλουμίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροστοιχία η [δenδrostixía] & δεντροστοιχία η [δendrostixía] Ο25 : δέντρα φυτεμένα σε σειρά κατά μήκος ενός δρόμου.

[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + στοίχ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. rangée d΄arbres· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδροτόμος ο.
  • Αυτός που κόβει δέντρα·
    • (εδώ σε θέση επιθ.):
      • δενδροτόμων ανδρών (Δούκ. 2734).

[<ουσ. δένδρον + τόμος. Η λ. σε σχόλ.· βλ. και LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδρουλάκι το· δεντρουλάκι.
  • Μικρό δέντρο:
    • Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα (Ερωτόκρ. Ε´ 771).

[<ουσ. δενδρούλιν + κατάλ. άκι. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δενδρούλιν το.
  • Μικρό δέντρο, δεντράκι·
    • μεταφ.:
      • πόθου και πόνου ολάκερον εξέβηκεν δενδρούλιν (Λίβ. Esc. 3961).

[<αρχ. ουσ. δενδρύλλιον. Τ. δεντρούλι σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες