Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δενδροφυτεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δενδροφυτεύω [δenδrofitévo] -ομαι Ρ5.1 & δεντροφυτεύω [δendrofitévo] -ομαι Ρ5.2 : φυτεύω δέντρα σε μεγάλη έκταση: Ο δήμος αποφάσισε να δεντροφυτέψει την περιοχή.

[λόγ. δενδροφύτευ(σις) -ω (αναδρ. σχημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες