Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεκαρολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαρολογώ 1 [δekaroloγó] Ρ10.11α : κερδίζω ασήμαντα ποσά με ταπεινά και εξευτελιστικά μέσα.

[λόγ. δεκάρ(α) -ο- + -λογώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεκαρολογώ 2 : μιλώ με στόμφο και σοβαροφάνεια για πράγματα ανούσια και ασήμαντα.

[λόγ. < δεκαρολογώ 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες