Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεισιδαίμων -ων -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεισιδαίμων -ων -ον [δisiδémon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) δεισιδαίμονας. || (ως ουσ.).

[λόγ. < ελνστ. δεισιδαίμων `προληπτικός΄, αρχ. σημ.: `θεοφοβούμενος, ευσεβής΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go