Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δειπνώ [δipnó] Ρ10.11α : παίρνω, τρώω βραδινό φαγητό, κυρίως όταν πρόκειται για επίσημες συνεστιάσεις: Θα δειπνήσουν απόψε με τον κύριο υπουργό.
[αρχ. δειπνῶ `παίρνω το κυρίως φαγητό΄ (συνήθ. μεσημεριανό)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δειπνώ.
-
- 1) Tρώγω, γευματίζω:
- Aν κάμου πίταν …, έχουσι φόβο … μήπως δεν τη δειπνήσου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2326).
- 2) Tρώγω βραδινό:
- εδείπνησα … και … έπεσα εις ύπνον (Λίβ. Esc. 614).
[αρχ. δειπνέω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Tρώγω, γευματίζω: