Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δειγματισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δειγματισμός ο [δiγmatizmós] Ο17 : διαδικασία κατά την οποία παρουσιάζεται δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματισμός `επαλήθευση΄ κατά τη σημ. του δειγματίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go