Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δαύκος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δαύκος ο [δáfkos] Ο18 : (βοτ.) το καρότο.

[λόγ. < αρχ. δαῦκος (λαϊκό: δαυκί < μσν. δαυκί(ο)ν υποκορ. του αρχ. δαῦκ(ος) -ίον)]

[Λεξικό Κριαρά]
δαύκος ο.
  • Καρότο:
    • (Ιατροσ. κώδ. ‚ανα´).
  • Ως προσωποπ.:
    • Δαύκε και Σέλινε (Πωρικ. I 82).

[αρχ. ουσ. δαύκος. Τ. λαύκους σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go