Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δασώνω.
-
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- α) δασόφυτος:
- τόπους σκληρούς και πολλά δασωμένους (Χρον. Μορ. H 4845)·
- β) (προκ. για χωράφι) πυκνόφυτος:
- ώσπερ να κόπτουν θερισταί χωράφιν δασωμένον (Αχιλλ. N 572).
- α) δασόφυτος:
[<ουσ. δάσος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =