Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δίστρατο το [δístrato] Ο41 : (λαϊκότρ.) το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι.
[μσν. δίστρατον < δι- 1 + στράτ(α) -ον]