Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δίκαση η.
-
- Δίκη, κρίση:
- ’ς τούτη τη δίκασή σας όξω από μένα σήμερο να ’χετε άλλο κριτή σας (Φορτουν. Ιντ. β´ 129).
[<δικάζω + κατάλ. ‑ση. Η λ. (‑ις) σε σχόλ. και στο LBG (8. αι.)]
- Δίκη, κρίση:



