Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δάνος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δάνος το.
  • Δάνειο:
    • Έβλεπε και το δάνος σου προς τίναν το δανείζεις (Σπαν. O 116).

[μτγν. ουσ. δάνος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go