Παράλληλη αναζήτηση
| 2.393 εγγραφές [471 - 480] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γελαστής ο.
-
- Αυτός που χαριεντίζεται, που αστειεύεται:
- (Πεντ. Γέν. XIX 14).
[αρχ. ουσ. γελαστής. Βλ. και LBG, ΙΛ]
- Αυτός που χαριεντίζεται, που αστειεύεται:
[Λεξικό Κριαρά]
- γελαστικός, επίθ.
-
- Σκωπτικός, κοροϊδευτικός:
- (Μπερτόλδος 82).
[μτγν. επίθ. γελαστικός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Σκωπτικός, κοροϊδευτικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελαστός -ή -ό [jelastós] Ε1 : που η έκφραση του προσώπου του είναι εύθυμη, χαρούμενη, χαμογελαστή: Είναι πάντα ~ και πρόσχαρος. Έχει ένα γελαστό πρόσωπο. Ήρθε ~ κι έφυγε μουτρωμένος.
γελαστά ΕΠIΡΡ: Aποκρίθηκε ~. [γελασ- (γελώ) -τός (διαφ. το αρχ. γελαστός `καταγέλαστος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γελατσάρι, επίθ. ουδ.,
- βλ. γελασιάρης.
[Λεξικό Κριαρά]
- γελάω,
- βλ. γελώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γέλιο το [jélo] Ο39 : 1. αυθόρμητη έκφραση ευχάριστης διάθεσης, που εκδηλώνεται με συσπάσεις των μυών του προσώπου κυρίως στην περιοχή του στόματος και συνοδεύεται συνήθ. από ηχηρές εκπνοές: Παιδιάστικο / τρανταχτό / πνιχτό ~. Ψεύτικο ~, προσποιητό. (έκφρ.) σαρδόνιο* ~. ομηρικό* ~. ΦΡ το ~ της αρκούδας*. || για έκφραση ποικίλων συναισθημάτων ανάλογα με το επίθετο που το συνοδεύει: Ειρωνικό / σαρκαστικό / πικρό / νευρικό ~. 2. (συνήθ. πληθ.) όταν πρόκειται για ηχηρά γέλια: H αίθουσα σείστηκε από τα γέλια. Mε έπιασαν τα γέλια. Mόλις τον είδε έβαλε / πάτησε* τα γέλια / κάτι γέλια! Mε δυσκολία κρατούσε τα γέλια του. Έσκασα / πέθανα / ξεκαρδίστηκα / λύθηκα / ξεράθηκα / τρελάθηκα στα γέλια, για ακατάσχετα γέλια. (έκφρ.) βαστώ / κρατώ την κοιλιά* μου από τα γέλια. || (οικ.): Έγινε / κάναμε / είχαμε πολύ ~, γελάσαμε, διασκεδάσαμε πολύ. Mας βγήκαν ξινά τα γέλια, όταν κτ. δυσάρεστο διαδέχεται μια κατάσταση χαράς και ευθυμίας. ΦΡ είναι για γέλια, για κτ. αστείο ή γελοίο. για γέλια και για κλάματα, για κωμικοτραγικές καταστάσεις.
γελάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. γέλιο < γελ(ώ) -ιο (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γέλιον το· γέλιο.
-
- 1) Γέλιο:
- (Πανώρ. Δ´ 283).
- 2) Χαρά, ευτυχία:
- είπεν η Σάρα: «Γέλιο έκαμεν εμέν ο Θεός» (Πεντ. Γέν. XXI 6).
- 3) Περίγελως, εμπαιγμός, κοροϊδία:
- του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο (Ερωτόκρ. Α´ 280).
[<γελώ + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. και σήμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG, ‑οι‑)]
- 1) Γέλιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- γελλού η· γιλλού.
-
- 1) Κακοποιό πνεύμα που βλάπτει ή θανατώνει τα βρέφη:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 455)·
- (σε θέση επιθ.):
- γελλούδες γυναίκες (Μαλαξός, Νομοκ. 456).
- 2) (Προκ. για γυναίκα υβριστ.) στρίγγλα:
- (Φορτουν. Α´ 317).
[<αρχ. κύρ. όν. Γελλώ. Ο τ. πιθ. το 12.-14. αι. (LBG, λ. Γιλλώ) Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. Γελλού)]
- 1) Κακοποιό πνεύμα που βλάπτει ή θανατώνει τα βρέφη:
[Λεξικό Κριαρά]
- γελοιαστικός, επίθ.
-
- Που προκαλεί γέλια, αστείος:
- ανδράριον … γελοιαστικόν (Παράφρ. Χων. 410).
[<μτγν. ουσ. γελοιαστής + κατάλ. ‑ικός. Η λ. το 12. αι. (L‑S)]
- Που προκαλεί γέλια, αστείος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γελοιογραφία η [jelioγrafía] Ο25 : 1. απλό και γρήγορο σκίτσο που με κωμική παραμόρφωση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αναλογιών, σχέσεων κτλ., σατιρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις, συνήθ. της επικαιρότητας: Πολιτική ~. Έκθεση γελοιογραφίας. 2. (μτφ.) ό,τι ανακαλεί το πρωτότυπο με μορφή γελοιογραφική· καρικατούρα: H θεωρία του αποτελεί ~ του ιδεαλισμού.
[λόγ. γελοιογράφ(ος) -ία]



