Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γ
2.393 εγγραφές [331 - 340]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαρνιτούρα η [γarnitúra] Ο25α : πρόσθετη διακόσμηση ή απλώς το συμπλήρωμα, κυρίως σε ένα ρούχο ή σε ένα φαγητό: Kέικ με ~ σοκολάτα. Έβαλα δαντέλα για ~.

[ιταλ. guarnitura ή μσνλατ. garnitura]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάρος ο [γáros] Ο18 : η άρμη των παστών ψαριών.

[αρχ. γάρος]

[Λεξικό Κριαρά]
γάρος (I) ο — ‑ον το.
  • Άρμη:
    • γάρον ηδύ λαβών (Ιερακοσ. 4114
    • το άνθος του γάρου (Ορνεοσ. αγρ. 5317).

[αρχ. ουσ. γάρος ο - μτγν. ον το. Το ουδ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γάρος (II) το.
  • 1) Άρμη:
    • όξος δριμύ … έμβαλε ή γάρος καλόν (Ορνεοσ. αγρ. 54816).
  • 2) Είδος σάλτσας από εντόσθια ψαριών:
    • κιθαργός οπτούτσικος, ακέραιος, με το γάρος (Προδρ. IV 186).

[μτγν. ουσ. γάρος το. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαρουφαλιά η [γarufalá] Ο24 : (λαϊκότρ.) γαριφαλιά. γαρουφαλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γαρούφαλ(ο) -ιά· γαρουφαλ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαρούφαλο το [γarúfalo] Ο41 : (λαϊκότρ.) γαρίφαλο. γαρουφαλάκι το YΠΟKΟΡ.

[< γαρίφαλο με τροπή [i > u] από επίδρ. του χειλ. [f] ή του [r] ]

[Λεξικό Κριαρά]
γαρόφαλον το· γαρούφαλο· γαρυόφαλον.
– Βλ. και καρυόφυλλον.
  • Ο αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού φυτού καρυόφυλλος ο αρωματικός, με φαρμακευτική χρ. και ως καρύκευμα, αλλιώς μοσχοκάρφι (βλ. και μοσχοκάρφιον):
    • Μοσκοκάρυδον, τζιντζίβερι, γαρυόφαλα … βράσε (Σταφ., Ιατροσ. 12349
    • τα καράβια της Ινδίας οπού έφερναν τα αρωματικά, ήγουν πιπέρια, γαρόφαλα, κανέλες (Νεκταρ., Ιερακοσμ. Ιστ. 428).

[αντιδ. <μεσν. λατ. garofalus - παλαιότ. και διαλεκτ. ιταλ. garòfalo (DEI και Battaglia, λ. garòfano, Καραποτόσογλου 1983: 395-6) <ελλην. καρυόφυλλον. Ο τ. γαρούφαλο στο LBG και σήμ. λαϊκ. Τ. γαρίφαλο (ά. γρ. γαρύ‑) σήμ. κοιν. Η λ. στο Du Cange (α) και το LBG]

[Λεξικό Κριαρά]
γασμουλικόν το· βασμουλικόν.
  • Μισθοφορικό σώμα από γασμούλους, με υπηρεσία συν. στο ναυτικό:
    • (Δούκ. 2251).

[ουδ. του επιθ. γασμουλικός (<ουσ. γασμούλος) ως ουσ. Η λ. το 13.-14. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γασμούλος ο [γazmúlos] Ο18 : στην εποχή της φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο, αυτός που γεννήθηκε από πατέρα Φράγκο και μητέρα Ελληνίδα ή αντίστροφα.

[μσν. γασμούλος < ιταλ. gasmulo ]

[Λεξικό Κριαρά]
γασμούλος ο· βασμούλος.
  • Αυτός που γεννήθηκε από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα·
    • εδώ στον πληθ. = γασμουλικόν (βλ. ά.):
      • Το του στρατού ελαφρόν, τους παρ’ ημίν λεγομένους βασμούλους (Παράφρ. Χων. 98).

[πιθ. <γαλλ. gars (πβ. μεσν. λατ. garso, garzo, τ. του garcio «μισθοφόρος στρατιώτης, ακόλουθος, αγόρι», βλ. Niermeyer) + λατ. mulus· πβ. παλαιότ. ιταλ. gasmulo (13.-14. αι., DEI). Η λ. το 13. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36 ...240   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες