Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γ
2.393 εγγραφές [2201 - 2210]
[Λεξικό Κριαρά]
γρυλλώνω.
  • Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου και τα προσηλώνω κάπου:
    • γρύλλωσ’ τα (ενν. τα ομμάτια) όσον έχεις (Συναξ. γαδ. 299).

[<μτγν. ουσ. γρύλλος + κατάλ. ώνω. Τ. γουρλώνω σήμ. κοιν. Η λ. στο Somav. (γρι‑) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρύλος 1 ο [γrílos] Ο18 : έντομο της τάξης των ορθοπτέρων που το αρσενικό του, με το τρίψιμο των φτερών, παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο· το τριζόνι: Tις ζεστές νύχτες οι γρύλοι αρχινάνε το μονότονο τραγούδι τους.

[ελνστ. *γρύλλος (πρβ. λατ. gryllus) (διαφ. τα ελνστ. γρύλλος `γουρούνι΄ (δες στο γρι), γρύλλος `μουγκρί΄) (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρύλος 2 ο : ανυψωτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μερική ανύψωση του αυτοκινήτου, συνήθ. όταν πρόκειται να αλλάξουμε τροχό.

[< γρύλος 1 σημδ. ιταλ. grillo(talpa) ή γαλλ. (taupe-)grillon]

[Λεξικό Κριαρά]
γρυνίζω.
– Βλ. και γκρινιάζω.
  • Γρυλίζω:
    • αγριόκατοι γρυνίζουν (Χρησμ. (Βέης) 1437).

[λ. ηχοπ. σχετ. με το γρυλίζω· πβ. και λατ. grunnire - ιταλ. grugnire. Η λ. στο LBG (νν‑) και σήμ. ιδιωμ. (Κουκουλές, ΕΕΦΣΠΑ, περ. Β´ , 6, 1955-56, 253)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρύπας ο [γrípas] Ο3 : μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού.

[λόγ. < αρχ. γρύψ, αιτ. γρῦπα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γρυπός -ή -ό [γripós] Ε1 : ο γαμψός: Γρυπή μύτη. Γρυπό ρύγχος.

[λόγ. < αρχ. γρυπός]

[Λεξικό Κριαρά]
γρύψος ο.
  • 1) Μυθικό ζώο με σώμα λιονταριού και κεφάλι αετού:
    • γρύψος λαξευτός (Βέλθ. 299).
  • 2) Πουλί που μοιάζει με τον αετό, γυπαετός:
    • Εύρεν πετρίτες και γρύψους του κυνηγίου (Διήγ. Αλ. V 79).

[<αρχ. ουσ. γρύψ + κατάλ. ος. Η λ. τον 11. αι. και στο Du Cange. Τ. μψ‑ σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γρωνίζω,
βλ. γνωρίζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυάλα η [jála] Ο25α : 1. μεγάλο γυάλινο πλατύστομο δοχείο: Πάνω στο τραπέζι ήταν μια ~ με χρυσόψαρα. Aγόρασα μεγαλύτερη ~. 2. (οικ.) θερμοκοιτίδα. ΦΡ (βάζω κπ.) στη ~, για υπερπροστασία. μεγάλωσε στη ~, χωρίς να έρθει σε επαφή με τους υπαρκτούς σωματικούς, ψυχικούς ή ηθικούς κινδύνους.

[γυαλ(ί) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γυαλάδα η [jaláδa] Ο25α : η λάμψη, η στιλπνότητα: Tα μαλλιά σου έχασαν τη ~ τους, έγιναν θαμπά. Tα έπιπλα με τον καιρό χάνουν τη ~ τους, το λούστρο. || Aποκτώ / κάνω ~, για ρούχα που έχουν τριφτεί από την υπερβολική χρήση.

[γυαλ(ί) -άδα]

< Προηγούμενο   1... 219 220 [221] 222 223 ...240   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες