Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψο- [jipso] & γυψό- [jipsó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό είναι κατάλληλο για το γύψο, είναι φτιαγμένο από γύψο, αναφέρεται σ΄ αυτόν: ~κάμινος, γυψόκολλα, ~σανίδα· ~ποιός.
[λόγ. < ελνστ. γυψο- θ. του αρχ. ουσ. γύψο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. (παράγωγο) γυψ-ώδης, μσν. γυψο-ειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψοκονίαμα το [jipsokoníama] Ο49 : δομικό κονίαμα που περιέχει μεγάλη ποσότητα γύψου.
[λόγ. γυψο- + κονίαμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γυψοπλάστης ο.
-
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα:
- (Προδρ. II 54-2 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. γύψος + πλάστης. Η λ. τον 6. αι. (DGE)]
- Αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γυψοποιείο το [jipsopiío] Ο39 : εργαστήριο κατασκευής γύψινων αντικειμένων ή διακοσμήσεων.
[λόγ. γυψο- + -ποιείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γύψος ο [jípsos] Ο18 : ορυκτό που αποτελείται από ένυδρο θειικό ασβέστιο και που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην οικοδομική. || κονίαμα από γύψο: Tου έβαλαν το πόδι στο γύψο, για να θεραπεύσουν κάποιο κάταγμα.
[μσν. γύψος ο < αρχ. γύψος ἡ μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γύψος ο.
-
- Γύψος:
- (Προδρ. II 54-2 χφ H κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. γύψος η. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Γύψος:



