Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γρύλλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γρύλλος ο.
  • Γουρούνι:
    • εξ αιγός κρέατος ή προβάτου ή γρύλλου (Ιερακοσ. 50029).

[μτγν. ουσ. γρύλος - γρύλλος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες