Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γριβάδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γριβάδι το [γriváδi] Ο44 : είδος μεγάλου ψαριού των γλυκών νερών.

[μσν. γριβάδι < (;)]

[Λεξικό Κριαρά]
γριβάδι το.
  • Το ψάρι κυπρίνος:
    • (Gesprächb. 483).

[πιθ. <σλαβ. griva. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες